τετάρτως

τετάρτως
τέταρτος
fourth
adverbial
τέταρτος
fourth
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετάρτως — Α επίρρ. βλ. τέταρτος …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՌՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0994 Chronological Sequence: 6c, 12c ա. Չորրորդ. քառեակ. τέταρτος, άρτη, τον quartus, a, um. *Քառորդն՝ երրորդին է յայտնագոյն: Յորս առ ʼի քեզ քառորդ վտակ՝ յորդահոսան գետ հոլովի. Անյաղթ պորփ.: Շ. եդես.: *Ի յեփրատայ պարագրելի՝ որ յա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”